βλάστωμα

βλάστωμα
το [βλαστώνω]
ο βλαστός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χονδροβλάστωμα — το, Ν ιατρ. καλοήθης χονδρικός όγκος, με τυπική εντόπιση στις επιφύσεις τών μακρών οστών που βρίσκονται κοντά στο γόνατο και μακριά από τον αγκώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chondroblastoma < χόνδρος + βλάστωμα (< βλαστός + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • νεόπλασμα — το, ατος (ιατρ.), καλοήθης ή κακοήθης όγκος, που παράγεται από τους ιστούς του οργανισμού, αλλ. βλάστωμα: Όλατα νεοπλάσματα δεν είναι κακοήθους μορφής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”